- σιτέμα
- το вылежка (мяса)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σίτεμα — το, ατος μαλάκωμα του κρέατος: Το κρέας το αφήνουν μερικές ημέρες για σίτεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίτεμα — το, Ν [σιτεύω] η διατήρηση αμαγείρευτου τού κρέατος ζώου για μερικές μέρες, ώστε να γίνει μαλακότερο και να μαγειρευθεί ευκολότερα … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek